- τετραχόρδων
- τετράχορδοςfour-stringedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάζευξη — η (AM διάζευξις) 1. η διάκριση, η διαφοροποίηση σε δύο ανόμοια ή αντίθετα μέρη 2. το διαζύγιο, η διάλυση τού γάμου αρχ. μσν. διάλυση, λύση συμφωνίας, συνθήκης κ.λπ. αρχ. 1. η αποχή από γυναίκα 2. ο συνδυασμός δύο τετραχόρδων κατά το «διαζευγμένον … Dictionary of Greek
επισυναφή — ἐπισυναφή, ἡ (Α) (αρχ. μουσ.) η μελώδηση τριών τετραχόρδων σε συνδυασμό κατά σειρά, π.χ. υπάτων, μέσων και συνημμένων … Dictionary of Greek
υποσυναφή — ἡ, Α [ὑποσυνάπτω] (κατά τον Βακχεί.) «ὑποσυναφὴ δὲ ἐστιν ὅταν δύο τετραχόρδων ἀνά μέσον γένηται ἡ διὰ τεσσάρων συμφωνία, καὶ οἱ ὁμογενεῑς φθόγγοι κατὰ τοὺς πέντε τόνους συμφώνως πρὸς ἀλλήλους» … Dictionary of Greek